- μεσημερίς
- επίρρ. κατά το μεσημέρι, μεσημεριάτικα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επιρρμ. κατάλ. -ίς*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεφόκαμα — το νεφόκαμα, καιρός ζεστός και με συννεφιά «του Γιαλινού μεσημερίς που τ ανεφόκαμα πνιχτό φουντώνει» (Γρυπάρης). [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεφος «ανέφελος» + κάμα < αρχ. καύμα < καίω (πρβλ. λιόκαμα, συννεφόκαμα κ.λπ.)] … Dictionary of Greek